Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε σήμερα ότι “στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν υποχρέωση εφαρμογής αναστρέψιμης διαδικασίας αναισθητοποίησης που δεν επιφέρει τον θάνατο του ζώου”.
Με απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση C-336/19 του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Βελγίου, το ΔΕΕ κρίνει ότι “προκειμένου να προαχθεί η καλή μεταχείριση των ζώων στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν υποχρέωση εφαρμογής αναστρέψιμης διαδικασίας αναισθητοποίησης που δεν επιφέρει τον θάνατο του ζώου, χωρίς η επιβολή τέτοιας υποχρέωσης να συνιστά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη”.
Συγκεκριμένα, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι η αρχή της αναισθητοποίησης του ζώου πριν από τη θανάτωσή του, την οποία καθιερώνει ο κανονισμός 1099/2009, ανταποκρίνεται στον πρωταρχικό σκοπό της προστασίας της καλής μεταχείρισης των ζώων, την επίτευξη του οποίου επιδιώκει ο κανονισμός αυτός.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι “μολονότι ο εν λόγω κανονισμός δέχεται την τέλεση λατρευτικού τύπου σφαγής, στο πλαίσιο της οποίας το ζώο ενδεχομένως θανατώνεται χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, εντούτοις η σφαγή αυτού του είδους επιτρέπεται στην Ένωση μόνον κατ’ εξαίρεση και αποκλειστικώς προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους σε σχέση με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στον εν λόγω κανονισμό όσον αφορά τη λατρευτικού τύπου σφαγή . Επομένως, στον κανονισμό αποτυπώνεται η επιταγή κατά την οποία η Ένωση και τα κράτη μέλη λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους τις απαιτήσεις καλής μεταχείρισης των ζώων, τηρώντας ταυτοχρόνως τις διατάξεις και τα έθιμα των κρατών μελών που αφορούν ιδίως τους λατρευτικούς τύπους. Εντούτοις, ο κανονισμός δεν προβαίνει ο ίδιος στον αναγκαίο συμβιβασμό μεταξύ της καλής μεταχείρισης των ζώων και της ελευθερίας εκδήλωσης του θρησκεύματος, αλλά θέτει μόνο το πλαίσιο για τον συμβιβασμό των δύο αυτών αρχών, στον οποίο οφείλουν να προβαίνουν τα κράτη μέλη”.
Επομένως κατά το ΔΕΕ ο κανονισμός 1099/2009 “δεν αντιτίθεται στη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν υποχρέωση αναισθητοποίησης πριν από τη θανάτωση των ζώων, η οποία ισχύει επίσης στο πλαίσιο σφαγής τελούμενης βάσει λατρευτικών τύπων, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι, όταν κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, τα κράτη μέλη σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη”.
Ακολούθως το ΔΕΕ έκρινε ότι “στο πλαίσιο της εξέτασης της αναλογικότητας του περιορισμού, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που προβλέπει το επίμαχο διάταγμα καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση μιας δίκαιης εξισορρόπησης μεταξύ της σημασίας που αποδίδεται στην καλή μεταχείριση των ζώων και της ελευθερίας εκδήλωσης του θρησκεύματος των εβραίων και των μουσουλμάνων πιστών”.
Σε άλλη απόφαση που εξέδωσε το ΔΕΕ έκρινε σήμερα ότι “η παράδοση θερμότητας από ένωση ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στους ιδιοκτήτες που μετέχουν στην ένωση αυτή υπόκειται σε ΦΠΑ. Ειδικότερα, μια τέτοια οικονομική δραστηριότητα δεν εμπίπτει στην προβλεπόμενη από την οδηγία ΦΠΑ απαλλαγή των πάσης φύσεως μισθώσεων”, απαντώντας σε ερώτημα του Finanzgericht Baden-Württemberg (φορολογικό δικαστήριο ΒάδηςΒυρτεμβέργης, Γερμανία).
Στην απόφασή του το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η οδηγία ΦΠΑ τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής και ότι η επίμαχη παράδοση θερμότητας συνιστά παράδοση αγαθού, υποκείμενη κατ’ αρχήν σε ΦΠΑ και διαπιστώνει ότι η διάταξη της οδηγίας ΦΠΑ κατά την οποία τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ «τις πάσης φύσεως μισθώσεις ακινήτων» δεν επιτρέπει να απαλλαγεί από τον ΦΠΑ η παράδοση θερμότητας από ένωση ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στους ιδιοκτήτες που μετέχουν στην ένωση αυτή, όπως προβλέπει ο γερμανικός νόμος περί φόρου κύκλου εργασιών.
Επιπλέον, το ΔΕΕ έκρινε στην υπόθεση C-398/19 ότι “πολίτης της Ένωσης μπορεί να εκδοθεί σε τρίτο κράτος μόνον κατόπιν διαβουλεύσεως με το κράτος μέλος του οποίου έχει την ιθαγένεια” και “στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως αυτής, το κράτος μέλος ιθαγένειας πρέπει να λάβει από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως όλα τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που κοινοποιήθηκαν με την αίτηση εκδόσεως και να έχει στη διάθεσή του εύλογη προθεσμία για την έκδοση ενδεχόμενου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε βάρος του πολίτη της Ένωσης”.
Στην υπόθεση C-667/19 το ΔΕΕ έκρινε ότι “η ένδειξη της «λειτουργίας» καλλυντικού προϊόντος, η οποία πρέπει να αναγράφεται στον περιέκτη και στη συσκευασία του προϊόντος, πρέπει να ενημερώνει με σαφήνεια τον καταναλωτή για τη χρήση και τον τρόπο χρήσης του προϊόντος αυτού”. Το ΔΕΕ επισημαίνει ότι “οι ενδείξεις που αφορούν τις ειδικές προφυλάξεις κατά τη χρήση του προϊόντος, τη λειτουργία του και τα συστατικά του δεν μπορούν να αναγράφονται σε κατάλογο εταιρίας στον οποίο παραπέμπει το σύμβολο που εμφαίνεται στη συσκευασία ή τον περιέκτη και απεικονίζει χέρι με ανοιχτό βιβλίο.”
Στην υπόθεση C-316/19 το ΔΕΕ έκρινε ότι “προβαίνοντας μονομερώς στην κατάσχεση εγγράφων σχετικών με τα αρχεία της ΕΚΤ, η Σλοβενία παρέβη την υποχρέωσή της να τηρεί την αρχή του απαραβίαστου των αρχείων της Ένωσης. Επιπλέον, παραλείποντας να συνεργαστεί δεόντως με την ΕΚΤ για να εξαλείψει τις παράνομες συνέπειες της παραβάσεως αυτής, η Σλοβενία παρέβη επίσης την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας έναντι της Ένωσης”.
Tέλος στην υπόθεση C-490/19 για το τυρί morbier έκρινε ότι “το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει, υπό ορισμένες περιστάσεις, την αναπαραγωγή του σχήματος ή της εμφάνισης του προϊόντος που προστατεύεται από ΠΟΠ”, τονίζοντας ότι “πρέπει να εκτιμάται αν η αναπαραγωγή αυτή μπορεί να παραπλανήσει τον καταναλωτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στην υπόθεση, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου παρουσίασης και διάθεσης στην αγορά του προϊόντος, καθώς και του πραγματικού πλαισίου”.
Πηγή : ΚΥΠΕ